φράκτης
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ου, ὁ, A sluice with gates, Procop.Aed.2.3; = saeptor, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
φράκτης: -ου, ὁ, παρὰ Προκοπίῳ, (ΙΙΙ, 219, 5) φραγμὸς ὕδατος μετὰ πύλης, καλούμενος καὶ ἀρίς.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν
μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα
νεοελλ.
1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους
2. τεχνολ. φρακτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ- του ρ. φράζω (ΙΙ) + κατάλ. -της. Ο νεοελλ. τ. φράχτης < φράκτης, με ανομοιωτική τροπή του πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (πρβλ. γραφτός < γραπτός, νύχτα < νύκτα)].