ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Full diacritics: χηραιότης | Medium diacritics: χηραιότης | Low diacritics: χηραιότης | Capitals: ΧΗΡΑΙΟΤΗΣ |
Transliteration A: chēraiótēs | Transliteration B: chēraiotēs | Transliteration C: chiraiotis | Beta Code: xhraio/ths |
ητος, ἡ, A widowhood, PMasp.5.23, al. (vi A. D.).
-ότητος, ἡ, Α
η κατάσταση της χηρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. χηραῖος, κατά το γεραιότης].