χυλάριον
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
τό, Dim. of χυλός, A a little juice, Damocr. ap. Gal.14.96; ὁ Φάλερνος χ. σταφυλίου M.Ant.6.13.
German (Pape)
[Seite 1384] τό, dim. von χυλός, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
χῡλάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χυλός, ὀλίγος χυλός, Μᾶρκ. Ἀντων. 6, 13.
Greek Monolingual
τὸ, Α
λίγος χυλός, λίγος χυμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον)].