χυμώδης
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ες, A like juice, juicy, Sch.Nic.Th.733.
German (Pape)
[Seite 1385] ες, saftartig, Schol. Nic. Th. 729.
Greek (Liddell-Scott)
χῡμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χυμόν, πλήρης χυμοῦ ἢ ὀποῦ, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 733.
Greek Monolingual
-ες / χυμώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χυμός
1. γεμάτος χυμό, εύχυμος, ζουμερός («χυμώδεις καρποί»)
2. όμοιος με χυμό στη σύσταση
νεοελλ.
1. νόστιμος, εύγευστος
2. μτφ. (ιδίως για γυναίκα) ευτραφής.