ψαλιδοειδής

From LSJ
Revision as of 16:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾰλῐδοειδής Medium diacritics: ψαλιδοειδής Low diacritics: ψαλιδοειδής Capitals: ΨΑΛΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: psalidoeidḗs Transliteration B: psalidoeidēs Transliteration C: psalidoeidis Beta Code: yalidoeidh/s

English (LSJ)

ές, (A ψαλίς ΙΙ) like a vault or arch, Ph.Bel.81.35, Gal.UP8.11.

German (Pape)

[Seite 1390] ές, nach Art eines Gewölbes, einem Gewölbe ähnlich, Sp., wie Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾰλιδοειδής: -ές, (ψαλλὶς ΙΙ) ὅμοιος πρὸς ἁψῖδα ἢ τόξον, Φίλων Βελοπ. 81.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει σχήμα ψαλιδιού
αρχ.
όμοιος με ψαλίδα, τοξοειδής, αψιδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος / ψαλίδι + -ειδής].