ἀβρωσία
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ἡ, A want of food, fasting, Poll. 6.39.
German (Pape)
[Seite 5] ἡ, Fasten, = ἀσιτία, Poll. 6, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρωσία: ἡ, ἔλλειψις βρώσεως, τροφῆς, = ἀσιτία. Πολυδ. 6. 39.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
ayuno κλύω τάνδ' ἀβρωσίᾳ στόματος ἁμέραν Δάματρος ἀκτᾶς δέμας ἁγνὸν ἴσχειν de Fedra, E.Hipp.136, cf. Poll.6.39.