Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκατάσκοπος

From LSJ
Revision as of 16:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάσκοπος Medium diacritics: ἀκατάσκοπος Low diacritics: ακατάσκοπος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: akatáskopos Transliteration B: akataskopos Transliteration C: akataskopos Beta Code: a)kata/skopos

English (LSJ)

ον, A gloss on ἀνώϊστος, Sch.Opp.C.4.101.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάσκοπος: -ον, ἄσκεπτος, Κύριλλ. Ἀλ. πρὸς Νεστ. 2, σ. 47.

Spanish (DGE)

-ον
1 poco claro, oscuro σχῆμα Clem.Al.Paed.3.11.79, Sch.Opp.C.4.101.
2 sin falta, perfecto δικαιοσύνην ... ἄμωμόν τε καὶ ἀκατάσκοπον Cyr.Al.M.70.1401A.

Greek Monolingual

ἀκατάσκοπος, -ον (AM) κατασκοπῶ
αρχ.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί να δει κανείς (Κλήμ. Μ. 8.657b)
μσν.
1. εκείνος που δεν φαίνεται, ο απαρατήρητος
«ἐν ἀκατασκόπῳ βαπτίσαι αὐτὴν δυνηθῶμεν»
2. ανέλπιστος, απροσδόκητος.