ἀκάτακτος

From LSJ
Revision as of 16:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάτακτος Medium diacritics: ἀκάτακτος Low diacritics: ακάτακτος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: akátaktos Transliteration B: akataktos Transliteration C: akataktos Beta Code: a)ka/taktos

English (LSJ)

ον, A not to be broken, Arist.Mete.385a14; unbroken, Phld.Mort.39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάτακτος: -ον, ὁ μὴ θραυόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 5.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se rompe, indemne κεραμεᾶ σκεύη συνκρούοντα ... ἀδαμαντίνοις ἀκάτακτα διαμενεῖ<ν> Phld.Mort.39.5.
2 irrompible Arist.Mete.385a14.

Greek Monolingual

ἀκάτακτος, -ον (Α) κατάγνυμι
1. αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο άθραυστος, ο ατσάκιστος
2. αυτός που δεν έχει σπάσει.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάτακτος: не ломающийся, неломкий (σώματα Arst.).