ἀκουσία
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
[ᾱκ], ἡ, A involuntary action, S.Fr.746.
German (Pape)
[Seite 78] ἡ, das Gezwungensein, Soph. frg. 822.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουσία: [ᾱκ], ἡ, ἀκούσιος ἐνέργεια ἢ πρᾶξις, Σοφ. Ἀποσπ. 822.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾱ-]
acción involuntaria S.Fr.746.
Greek Monolingual
ἀκουσία, η (Α) ἀκούσιος
πράξη που γίνεται από κάποιον χωρίς τη θέλησή του.
Russian (Dvoretsky)
ἀκουσία: (ᾱκ) ἡ неохота, нежелание Soph.