ἀλίνδησις

From LSJ
Revision as of 17:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίνδησις Medium diacritics: ἀλίνδησις Low diacritics: αλίνδησις Capitals: ΑΛΙΝΔΗΣΙΣ
Transliteration A: alíndēsis Transliteration B: alindēsis Transliteration C: alindisis Beta Code: a)li/ndhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A rolling in dust, exercise in which wrestlers rolled on the ground, Hp. Vict.2.64, 3.68, Ruf. ap. Orib.inc.2.11.

German (Pape)

[Seite 97] ἡ, das Wälzen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίνδησις: -εως, ἡ, ἡ ἐν κόνει κυλίνδησις, ἄσκησις, καθ’ ἣν οἱ παλαίοντες ἐκυλίοντο ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Ἱππ. 364.13, 368. 26.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
ejercicio de revolcarse que hacían los luchadores, Hp.Vict.2.64, 3.68, Ruf. en Orib.Inc.18.12.

Greek Monolingual

ἀλίνδησις (-εως), η (Α) ἀλινδῶ
κύλισμα στη σκόνη (η λ. δηλώνει συγκεκριμένα είδος πάλης, κατά την οποία οι παλαιστές κυλιούνταν στο έδαφος).