ἀλιτόμηνος
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
[ᾱ], ον, A = ἠλιτόμηνος, Suid. etc.; Pythag., = ὀκτάς, Theol.Ar.55.
German (Pape)
[Seite 99] = ήλιτόμηνος, Theol. arithm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτόμηνος: -ον, = τῷ Ὁμηρικῷ ἠλιτόμηνος, Σουΐδ., κτλ.
Spanish (DGE)
v. ἠλιτόμηνος.
Greek Monolingual
ἀλιτόμηνος, -ον (Α)
1. ο ἠλιτόμηνος
2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόρ. β΄ του ρημ. ἀλιταίνω) + -μηνος < μήν].