ἀλιτόμηνος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
[ᾱ], ον, = ἠλιτόμηνος, Suid. etc.; Pythag., = ὀκτάς, Theol.Ar.55.
Spanish (DGE)
v. ἠλιτόμηνος.
German (Pape)
[Seite 99] = ήλιτόμηνος, Theol. arithm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτόμηνος: -ον, = τῷ Ὁμηρικῷ ἠλιτόμηνος, Σουΐδ., κτλ.
Greek Monolingual
ἀλιτόμηνος, -ον (Α)
1. ο ἠλιτόμηνος
2. (στους Πυθαγορείους) η οκτάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόρ. β΄ του ρημ. ἀλιταίνω) + -μηνος < μήν].