ἀμβλυόχρους

From LSJ
Revision as of 17:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλυόχρους Medium diacritics: ἀμβλυόχρους Low diacritics: αμβλυόχρους Capitals: ΑΜΒΛΥΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: amblyóchrous Transliteration B: amblyochrous Transliteration C: amvlyochrous Beta Code: a)mbluo/xrous

English (LSJ)

ουν, A faint, ἥλιος Lyd.Ost.9c (vv.ll. ἀμβλυώχρους, -ωχρος).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλυόχρους: ουν, ὁ ἔχων ἀμβλύ, πελιδνὸν χρῶμα, λέξις μεταγ.

Greek Monolingual

ἀμβλυόχρους, -ουν (Μ)
αυτός που έχει χρώμα αμαυρό, πελιδνό ή απροσδιόριστο, ο θαμπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -χρους < -χροος < χρώς «χρώμα»].