ἀμβλωτικός
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ή, όν, A producing abortion, φάρμακα Gal.17(1).799.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλωτικός: -ή, -όν, = κατάλληλος ὅπως προκαλέσῃ ἀποβολὴν ἐμβρύου, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ή, -όν medic. abortivo φάρμακα Gal.17(1).799.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμβλωτικός, -ή, -όν) ἀμβλῶ
αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ' αυτήν.