ἀμφιδύω

From LSJ
Revision as of 17:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιδύω Medium diacritics: ἀμφιδύω Low diacritics: αμφιδύω Capitals: ΑΜΦΙΔΥΩ
Transliteration A: amphidýō Transliteration B: amphidyō Transliteration C: amfidyo Beta Code: a)mfidu/w

English (LSJ)

A put on, τινί τι Sch.Ar. Th.1053:—Med., put on oneself, ἀμφιδύσεται χροΐ[πέπλον] S.Tr.605.

German (Pape)

[Seite 138] anziehen; ἀμφιδύσεται χροῒ πέπλον Soph. Tr. 602, wird sich um den Leib anlegen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδύω: περιενδύω, περιβάλλω, τινί τι Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1053: - Μέσ., περιβάλλω ἐμαυτόν, ἐνδύομαι, ἀμφιδύσεται χροΐ [πέπλον] Σοφ. Τρ. 605.

French (Bailly abrégé)

vêtir : τί τινι qqn de qch.
Étymologie: ἀμφί, δύω.

Spanish (DGE)

1 poner, vestir con c. ac. κροκωτὸν ἀμφέδυσεν Sch.Ar.Th.1044, cf. ἀμφιδύς· τὸ ἐνδύς EM 1176.
2 v. med. ponerse, vestirse (πέπλον) ἀμφιδύσεται χροΐ S.Tr.605.

Greek Monolingual

ἀμφιδύω (ΑΜ) δύω
μσν.
ενεργ. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, τον ντύνω
αρχ.
μέσ. περιβάλλομαι με ενδύματα, ντύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + αρχ. δύω «ντύνω, φορώ»].

Greek Monotonic

ἀμφιδύω: περιντύνω — Μέσ., περιβάλλομαι, ενδύομαι, σε Σοφ.

Middle Liddell


to put on another:—Mid. to put on oneself, Soph.