ἀνδρομήκης

From LSJ
Revision as of 18:42, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρομήκης Medium diacritics: ἀνδρομήκης Low diacritics: ανδρομήκης Capitals: ΑΝΔΡΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: andromḗkēs Transliteration B: andromēkēs Transliteration C: andromikis Beta Code: a)ndromh/khs

English (LSJ)

ες, A of a man's height, σταύρωμα X.HG3.2.3; φοῖνιξ Thphr.HP2.6.7; ὕψος, βάθος, Plb.8.5.6, 10.46.3; θυρεοί Onos.20.1; πυρός Sosith.2.18.

German (Pape)

[Seite 218] ες, von Menschenlänge, σταύρωμα Xen. Hell. 3, 2, 3; ὕψος Pol. 8, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρομήκης: -ες, (μῆκος) ἀνδρὸς μῆκος ἔχων, στρύρωμα Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3· ὕψος, βάθος, Πολύβ. 8. 7, 6., 10. 46, 3· τὸν ἀνδρομ. πυρὸν Σωσιθέου Δάφνις ἢ Λιτυέρσας 18 (ἴδε Clinton F. ΙΙ. 3. σ. 502).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de la taille d’un homme.
Étymologie: ἀνήρ, μῆκος.

Spanish (DGE)

-ες
de la altura de un hombre κατειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι ὡς ἀνδρομήκει ὄντι X.HG 3.2.3, φοίνικες ... ἀνδρομήκεις ὄντες Thphr.HP 2.6.7, ἀνδρομήκους ὕψους κατεπύκνωσε τρήμασι τὸ τεῖχος abrió en el muro unas troneras a la altura de un hombre Plb.8.5.6, βάθος Plb.10.46.3, θυρεός Onas.20.1, πυρός Sosith.2.18.

Greek Monolingual

ἀνδρομήκης, -ες (Α)
ισομεγέθης προς άνδρα, εκείνος που το μήκος του είναι ίσο προς το ανδρικό ανάστημα.

Greek Monotonic

ἀνδρομήκης: -ες (ἀνήρ, μῆκος), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρομήκης: в человеческий рост (σταύρωμα Xen.; βάθος Polyb.).

Middle Liddell

ἀνήρ, μῆκος
of a man's height, Xen.