ἀνθυπαλλάσσω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
Att. ἀνθυπαλλάττω, A substitute, esp. in Rhet., substitute one case for another, Demetr.Eloc.59, cf. A.D.Synt. 232.2; of interchange of moods, in Pass., ib.211.19:—Med., receive in exchange, θνητὸν ἀθανάτου βίον Ph.2.440.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπαλλάσσω: -ττω, ἀνταλλάσσω, λέγω ἄλλο ἀντὶ ἄλλου, Δημήτρ. Φαλ. 59. - «ἀνθυπήλλαξε γὰρ εἰπών: ἐν τῇ σορῷ, δέον ἐν τῇ Ἡλιαίᾳ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 276: - Μέσ., δέχομαι ὡς ἀντάλλαγμά τι ἀντί τινος, ἐφ’ οἷς εἰκότως θνητὸν ἀντὶ ἀθανάτου βίον ἀνθυπηλλάξατο Φίλων 2. 440. 38.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 gram. sustituir un caso gramatical por otro, Demetr.Eloc.59, un modo por otro οἶμαι ... τὸ Ὁμηρικὸν ἔθος, ἐκστὰν τῆς προστακτικῆς συντάξεως, δεόντως ἀνθυπαλλάξαι τὴν ἀπαρέμφατον ἔγκλισιν A.D.Synt.232.2, una voz por otra, A.D.Synt.211.19.
2 en v. med. recibir a cambio θνητὸν ἀθανάτου βίον Ph.2.440.
3 dar en prenda por una deuda en v. pas. PIand.142.1.13 (II d.C.).
Greek Monolingual
ἀνθυπαλάσσω (και -ττω) (Α)
1. αντικαθιστώ
2. εναλλάσσω τις πτώσεις (βλ. ανθυπαλλαγή)
3. (μέσ., -σσο μαι) παίρνω ως αντάλλαγμα
4. παθ. αποδίδεται στην εναλλαγή των εγκλίσεων των ρημάτων.