ἀντιπαραβολή
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
ἡ, A reply by comparison or contrast, Arist.Rh.1414b10, 1419b34, Plu.2.40f, Longin.Fr.11, Ruf. ap. Orib.49.30.9.
German (Pape)
[Seite 257] ἡ, Vergleichung, Arist. rhet. 3, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαραβολή: ἡ, ἐκ τοῦ πλησίον σύγκρισις ἢ ἀντιπαράθεσις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 3., 3. 19, 5, Πλούταρχ., Ἀθήν., Λογγῖν.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
rapprochement, comparaison.
Étymologie: ἀντιπαραβάλλω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
ret. comparación, contraste Arist.Rh.1414b10, Thphr.Lex.p.141, Plu.2.40f, τοῦ ἐναντίου Arist.Rh.1419b34, πρὸς τὸν ἕτερον ἀγκῶνα Ruf. en Orib.49.31.9.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)
αντιπαράθεση, σύγκριση.
Greek Monotonic
ἀντιπαραβολή: ἡ, πιστή, πιστή σύγκριση ή αντιπαραβολή, σε Αριστ.
Middle Liddell
[from ἀντιπαραβάλλω
close comparison or contrast, Arist.