ἀντισήκωμα

From LSJ
Revision as of 19:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισήκωμα Medium diacritics: ἀντισήκωμα Low diacritics: αντισήκωμα Capitals: ΑΝΤΙΣΗΚΩΜΑ
Transliteration A: antisḗkōma Transliteration B: antisēkōma Transliteration C: antisikoma Beta Code: a)ntish/kwma

English (LSJ)

ατος, τό, A equipoise, compensation, PSI238.10 (vi/vii A. D.), Eust.546.24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισήκωμα: -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
compensación Eust.546.25
c. gen. ψελλίων SB 1962 (IV/V d.C.), τῶν αὐτῶν νομισμάτων PSI 238.10 (VI/VII d.C.).

Greek Monolingual

το (Μ ἀντισήκωμα) αντισηκώ
χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να εξαγοράσει κάποια υποχρέωση του (π.χ. τη στρατιωτική θητεία)
νεοελλ.
το αντίσηκο, το αντίβαρο.