ἀνυπαρξία
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
English (LSJ)
ἡ, A non-existence, nonentity, Phld.Mort.28, Antip.Stoic.3.252, S.E.P.1.21, Plot.5.5.2. 2 absence of predication, ἡ ἀπόφασις said to be ἀναίρεσις (τῆς φάσεως) καὶ ἀ. Alex.Aphr. in Top. 409.19.
German (Pape)
[Seite 266] ἡ, das Nichtvorhandensein, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνῠπαρξία: ἡ, τὸ μὴ ὑπάρχειν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 inexistencia Phld.Mort.28.16, Antip.Stoic.3.252, S.E.P.1.21, Plot.5.5.2, Alex.Aphr.in Top.409.19
•aniquilación, la nada εἰς ἀναίρεσιν καὶ ἀ. τὴν ψυχὴν ... ἄγειν Gr.Nyss.M.46.72C, ἐὰν γὰρ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος ... οὐκ εἰς ἀ. χωρεῖ Olymp.M.93.168C, cf. Gr.Nyss.Eun.3.7.49, Clem.Al.Strom.2.12.55.
2 en plu. terrores Aq.Ib.18.11.
Greek Monolingual
η (Α ἀνυπαρξία)
το να μην υπάρχει, να μην υφίσταται κάποιος ή κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπαρξία: ἡ несуществование, отсутствие: ὕπαρξις ἢ ἀ. Sext. наличие или отсутствие.