ἀποδρῆναι
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
Ion. for -δρᾶναι, A v. ἀποδιδράσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδρῆναι: Ἰων. ἀντὶ ἀποδρᾶναι· ἴδε τὸ ῥῆμα ἀποδιδράσκω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 ion. de ἀποδιδράσκω.
Spanish (DGE)
v. ἀποδιδράσκω.
Greek Monotonic
ἀποδρῆναι: Ιων. αντί δρᾶναι, απαρ. αορ. βʹ του ἀποδιδράσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδρῆναι: ион. inf. aor. к ἀποδιδράσκω.