ἀποκυρόω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A annul, Lat. abrogare, Gloss.
German (Pape)
[Seite 310] 1) ungültig machen, abschaffen? – 2) Einen wählen (aus einer Versammlung) u. ihn bevollmächtigen, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῡρόω: ἀκυρῶ, Λατ. abrogare, Γλωσσ. ΙΙ. ἐκλέγω ἕνα ἐκ μέσου πλήθους, περιβάλλω τινὰ μὲ ἐξουσίαν, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2448. VII. 37.