ἀπόδυσις
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀποδύομαι) A stripping, undressing, J.AJ12.5.1, Plu.2.751f, Porph.Abst.1.31 II gloss on Lat. obitus, POxy. 1099v42.
German (Pape)
[Seite 302] ἡ, das Ausziehen, Entkleiden, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδῠσις: -εως, ἡ, (ἀποδύομαι), τὸ ἀποδύεσθαι, Πλούτ. 2. 751F.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de se déshabiller;
2 action de s’élancer au dehors.
Étymologie: ἀποδύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de desnudarse I.AI 12.241, Plu.2.751f, Porph.Abst.1.31.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδυσις: εως ἡ снимание одежды (ἀποδύσεις καὶ ἀπογυμνώσεις Plut.).