ἀπόδομα
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
ατος, τό, A gift, offering, LXXNu.8.13sq.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδομα: τό, δῶρον, προσφορά, ἀφιέρωμα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. η΄, 13, κἑξ.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 entrega, pago ἀργυρίου PSI 1235.15 (I d.C.), σπερμάτων PTeb.860.13 (II d.C.), cf. LXX Nu.8.13, Thd.Is.59.18.
2 pago final, liquidación, PIand.146.5.13 (II a.C.).
Greek Monolingual
το (AM ἀπόδομα) αποδίδωμι
δώρο, προσφορά
μσν.- νεοελλ.
το τέλος της ζωής, τα στερνά.