ἀφρογένεια
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ἡ, A foam-born, Aphrodite, Mosch.2.71, Coluth.167; the planet Venus, Max.402, Doroth. ap. Cat.Cod.Astr.2.82.2: ἀφρογενής, ές, = foreg., Ἀφροδίτην ἀφρογενῆ Orph.Fr.183, cf. APl.4.211 (Stat. Flacc.); the planet Venus, Doroth. ap. Heph.Astr.1.6.
German (Pape)
[Seite 415] ἡ, die Schaumgeborne, Beiname der Aphrodite, sp. D., wie Mosch. 2, 71; Coluth. 167.
Greek Monolingual
ἀφρογένεια, η (Α)
1. γεννημένη μέσα απ' τον αφρό της θάλασσας (επων. της Αφροδίτης)
2. ο πλανήτης Αφροδίτη.