ἁμαξήποδες
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
οἱ, A axle-blocks, Poll.1.253, cf. Ath.Mech.16.9: sg., -ήπους IG2.834c.
German (Pape)
[Seite 115] Poll. 1, 253, ἁμαξίποδες Hesych. die Wagenrungen, od. Büchsen, ὑφ' ὧν ὁ ἄξων ἕλκεται στρεφόμενος, s. ἁμαξόποδες.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξήποδες: οἱ, Ἡσύχ.: ἴδε ἁμαξόποδες.