ἄμμες

From LSJ
Revision as of 00:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμμες Medium diacritics: ἄμμες Low diacritics: άμμες Capitals: ΑΜΜΕΣ
Transliteration A: ámmes Transliteration B: ammes Transliteration C: ammes Beta Code: a)/mmes

English (LSJ)

Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (A νρπαρ; Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100. ἀμμέσον, poet. for ἀνὰ μέσον, Hes. ἀμμέτερος and ἄμμος, = ἡμέτερος, Alc.105 A, B.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἡμεῖς.

English (Autenrieth)

see ἡμεῖς.

Spanish (DGE)

v. ἐγώ.

Greek Monolingual

ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῑς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).

Greek Monotonic

ἄμμες: Αιολ. αντί ἡμεῖς, ονομ. πληθ. του ἐγώ.

Russian (Dvoretsky)

ἄμμες: эп.-эол.-дор. = ἡμεῖς.