ἐγκαυστικός

From LSJ
Revision as of 00:47, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαυστικός Medium diacritics: ἐγκαυστικός Low diacritics: εγκαυστικός Capitals: ΕΓΚΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enkaustikós Transliteration B: enkaustikos Transliteration C: egkafstikos Beta Code: e)gkaustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for burning in: ἡ ἐ. (sc. τέχνη) the art of encaustic painting, Plin.HN35.122. 2 inflammatory, πυρετός Herod.Med. ap. Aët.5.129.

German (Pape)

[Seite 707] ή, όν, zum Einbrennen gehörig; ἡ ἐγκαυστική, sc. τέχνη, die Kunst, eingebrannte Gemälde zu verfertigen, Sp., Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαυστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἔγκαυσιν· ἡ ἐγκαυστικὴ (ἐνν. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ζωγραφεῖν δι’ ἐγκαύσεως (πρβλ. ἐγκαίω), Πλίν. Η. Ν. 35. 39.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 pintado al encausto ἐγκαυστικὰ χρήματα prob. ref. a obras de arte u objetos, Io.Mal.Chron.12.294
subst. ἡ ἐ. técnica de pintura al encausto Plin.HN 35.122.
2 medic. ardiente de la fiebre alta πυρετοί Herod.Med. en Aët.5.133.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐγκαυστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει στην έγκαυση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγκαυστική
ζωγραφική τέχνη που γίνεται με χρώματα λειωμένα με κερί
αρχ.
αυτός που προκαλεί φλόγωση.