ἐκμανής

From LSJ
Revision as of 01:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμᾰνής Medium diacritics: ἐκμανής Low diacritics: εκμανής Capitals: ΕΚΜΑΝΗΣ
Transliteration A: ekmanḗs Transliteration B: ekmanēs Transliteration C: ekmanis Beta Code: e)kmanh/s

English (LSJ)

ές, A quite mad, πρὸς τὰ ἀφροδίσια Nicias ap.Ath.10.437e; λύτται Ph.1.408. Adv. -νῶς Ath.13.603a.

German (Pape)

[Seite 768] ές, sehr rasend, wüthend; Poll. 5, 74; πρὸς τὰ ἀφροδίσια, ganz rasend auf, Ath. X, 437 e. – Adv., ἐκμανῶς φιλόπαις ἦν Ath. XIII, 603 a; πίνειν X, 464 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμᾰνής: -ές, ἔκδοτος εἴς τι μέχρι μανίας, πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκμανὴς Ἀθήν. 437Ε. - Ἐπίρρ. -νῶς, ὁ αὐτ. 603Α.

Spanish (DGE)

-ές
1 enloquecido, frenéticoΔιονύσιος ... πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐ. Ath.437e
de abstr. demencial, furiosamente loco ἔρωτες Ph.2.411, ὀργαί Ph.2.563, λύτται Ph.1.408.
2 adv. -ῶς fuera de sí, como enajenado τινὰς ἐ. ὀρχηστὰς ὁρῶν Ph.2.552, ἐ. ἀκούειν τῆς σύριγγος Opp.H.Par.5.16, οἱ μὴ βλέποντες ἐ. ἀνεβόησαν ref. a fariseos y publicanos, Rom.Mel.20.γʹ.4
sent. erót. locamente φιλόπαις δ' ἦν ἐ. καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς Ath.603a.

Greek Monolingual

ἐκμανής, -ές (AM)
μανιασμένος για κάτι, με σφοδρή, ασυγκράτητη επιθυμία («πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκμανής»).