ἐκτρύπημα

From LSJ
Revision as of 01:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρῡπημα Medium diacritics: ἐκτρύπημα Low diacritics: εκτρύπημα Capitals: ΕΚΤΡΥΠΗΜΑ
Transliteration A: ektrýpēma Transliteration B: ektrypēma Transliteration C: ektrypima Beta Code: e)ktru/phma

English (LSJ)

ατος, τό, A dust made by boring, Thphr.HP5.6.3. II pl., holes made in a wall, Ph.Bel.92.16.

German (Pape)

[Seite 783] τό, das Ausgebohrte, Bohrspäne, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρύπημα: τό, τὰ ἐκτρυπήματα, τὰ ἐξερχόμενα ἐκ τοῦ ξύλου κατὰ τὴν διάτρησιν αὐτοῦ διὰ τοῦ τρυπάνου, κοινῶς: «τρυπανίδια», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 3. 2) ἡ διὰ τρυπάνου γινομένη τρῦπα, Φίλων Βελοπ. σ. 92, 16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 hueco perforado en el muro, Ph.Mech.92.16.
2 plu. serrín, virutas que saltan al cortar o partirse un árbol, Thphr.HP 5.6.3.

Greek Monolingual

ἐκτρύπημα, το (Α)
1. σκόνη που δημιουργείται από το τρύπημα του ξύλου με τρυπάνι, τα τρυπανίδια
2. τρύπα που γίνεται με τρυπάνι.