ἐνεστιάομαι
From LSJ
English (LSJ)
A give an entertainment in, Luc.Am.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεστιάομαι: Ἀποθ., ἑστιῶμαι, συμποσιάζω ἔν τινι τόπῳ, ἦν δ’ ὑπὸ ταῖς ἄγαν παλινσκίοις ὕλαις ἱλαραὶ κλισίαι τοῖς ἐνεστιᾶσθαι θέλουσιν Λουκ. Ἔρωτ. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
festiner dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, ἑστιάω.
Spanish (DGE)
celebrar un banquete en (ἱλαραῖς κλισίαις) Luc.Am.12.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεστιάομαι: (на чем-л.) пировать (κλισίαι τοῖς ἐ. θέλουσιν Luc.).