ἐπίπυρρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A reddish, Arist.Phgn.807b32, Thphr.HP4.10.4, PLond.3.1207.17 (i B.C.), Poll.5.68.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπυρρος: -ον, πυρρὸς κατά τι, ἐπίπυρρος τὸ σῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 13, 5, Θεοφρ. π. τὰ Φ. Ἱστ. 4. 10, 4.
Greek Monolingual
ἐπίπυρρος, -ον (Α) πυρρός
υπέρυθρος, κοκκινωπός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπυρρος: красноватый Arst.