ἑτεροεθνής

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροεθνής Medium diacritics: ἑτεροεθνής Low diacritics: ετεροεθνής Capitals: ΕΤΕΡΟΕΘΝΗΣ
Transliteration A: heteroethnḗs Transliteration B: heteroethnēs Transliteration C: eteroethnis Beta Code: e(teroeqnh/s

English (LSJ)

ές, A of another tribe, foreign, Str.8.1.2, Ph.2.400.

German (Pape)

[Seite 1048] ές, von einem andern Volke, Strab. II p. 128 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροεθνής: -ές, εἰς ἕτερον ἔθνος ἀνήκων, ξένος, Στράβ. 128, Κλήμ. Ἀλεξ. 478.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, ο ομοεθνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -εθνής (< έθνος), πρβλ. αλλο-εθνής].