πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Full diacritics: ἠρέμιος | Medium diacritics: ἠρέμιος | Low diacritics: ηρέμιος | Capitals: ΗΡΕΜΙΟΣ |
Transliteration A: ērémios | Transliteration B: ēremios | Transliteration C: iremios | Beta Code: h)re/mios |
α, ον, A = ἠρεμαῖος, Procl.in Prm.p.803 S. II -ιον, τό, = ἀνεμώνη, Dsc.2.176 (v.l. ἠνέμιον).
ἠρέμιος, -α, -ον (Α) ηρέμα·1. ο ηρεμαίος
2. το ουδ. ως ουσ. το ἠρέμιον
η ανεμώνη.