ἡγεμόνευμα

From LSJ
Revision as of 11:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγεμόνευμα Medium diacritics: ἡγεμόνευμα Low diacritics: ηγεμόνευμα Capitals: ΗΓΕΜΟΝΕΥΜΑ
Transliteration A: hēgemóneuma Transliteration B: hēgemoneuma Transliteration C: igemonevma Beta Code: h(gemo/neuma

English (LSJ)

ατος, τό, A leading: but in E.Ph.1492 ἁγεμόνευμα νεκροῖσι, = ἡγεμὼν νεκρῶν, cf. Sch. ad loc.

German (Pape)

[Seite 1149] τό, die Anführung, Leitung, bei Eur. Phoen. 1501 nennt sich Antigone ἁγεμόνευμα νεκροῖσι πολύστονον, Schol. προηγήτειραν τῶν νεκρῶν, in den Tod vorangehend.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγεμόνευμα: τό, ὁδηγία, ἀρχηγία· ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Φοιν. 1494 ἁγεμόνευμα νεκροῖσι = ἡγεμών νεκρῶν, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ἡγεμόνευμα και ἁγεμόνευμα, το (Α) ηγεμονεύω
1. ηγεμονία, αρχηγία
2. (με δοτ. αντί του ηγεμών) φρ. «ἁγεμόνευμα νεκροῑσιν» — ηγεμόνας νεκρών (Ευρ.).

Greek Monotonic

ἡγεμόνευμα: -ατος, τό, οδηγία, αρχηγία, προβάδισμα· ἁγεμόνευμα νεκροῖσι = ἡγεμὼν νεκρῶν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἡγεμόνευμα: только дор. ἁγεμόνευμα, ατος (ᾱγ) τό ведение, сопровождение: ἁγεμόνευμα νεκροῖσι πολύστονον Eur. (Антигона), идущая со стонами впереди похорон (брата Полиника).

Middle Liddell

ἡγεμόνευμα, ατος, τό,
a leading: in Eur. ἁγεμόνευμα νεκροῖσι = ἡγεμὼν νεκρῶν.