ἠπειρόθεν
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
Adv. A from the mainland, Arat.1094.
German (Pape)
[Seite 1173] vom Festlande her, Arat. 1094.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρόθεν: ἐπίρρ., ἐκ τῆς ἠπείρου, ἐκ τῆς ξηρᾶς, Ἄρατ. 1094.
Greek Monolingual
ἠπειρόθεν (Α)
επίρρ. από την ήπειρο, από τη στεριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + επίρρ. κατάλ. -θεν].