ἡμισαπής

From LSJ
Revision as of 11:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμισᾰπής Medium diacritics: ἡμισαπής Low diacritics: ημισαπής Capitals: ΗΜΙΣΑΠΗΣ
Transliteration A: hēmisapḗs Transliteration B: hēmisapēs Transliteration C: imisapis Beta Code: h(misaph/s

English (LSJ)

ές, (σήπομαι) A half-putrid, Hp.Morb.1.31, Gal.7.301, al.

German (Pape)

[Seite 1170] ές, halb verfault, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισᾰπής: -ές, (σήπομαι) κατὰ τὸ ἥμισυ σεσηπώς, Ἰππ. 461. 11. Γαλήν.

Greek Monolingual

ἡμισαπής, -ές (Α)
αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακρο-σαπής, α-σαπής].