ἰχθυσιληϊστήρ
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A a stealer of fish, AP7.295 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1276] ῆρος, ὁ, s. ἰχθυοληϊστήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθῠσιληϊστήρ: ῆρος, ὁ, κλέπτης τῶν ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 7. 295· κ. ἄλλως ἰχθυοληϊστήρ, ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 687.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
destructeur de poissons.
Étymologie: ἰχθύς, ληΐζομαι.
Greek Monolingual
ἰχθυσιληϊστήρ, ὁ (Α)
ο κλέφτης τών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθύς (δοτ. ἰχθύσι;) + ληϊστήρ «κλέφτης, ληστής»].
Greek Monotonic
ἰχθῠσιληϊστήρ: -ῆρος, ὁ, κλέφτης ψαριών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχθῠσῐληϊστήρ: ῆρος ὁ похититель рыб, т. е. рыболов Anth.