ὀκταούγκιον
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
τό, = Lat. A bes, Gloss.
Greek Monolingual
ὀκταούγκιον, τὸ (Μ)
αυτό που αποτελείται από οκτώ ουγκιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + οὐγκία].