ὀρειονόμος
From LSJ
Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht
English (LSJ)
ον, A = ὀρεινόμος, AP6.14 (Antip. Sid.), 240 (Phil.); prob. cj. in Anaxil.12 ; cf. ὀρεινόμος.
German (Pape)
[Seite 371] = ὀρεινόμος; θῆρες, Antp. Sid. 15 (VI, 14); κάπρος, Philp. 47 (VI, 240).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειονόμος: -ον, = ὀρεινόμος, Ἀνθ. Π. 6. 14 καὶ 240.
Greek Monolingual
ὀρειονόμος, -ον (Α)
βλ. ὀρεινόμος.
Greek Monotonic
ὀρειονόμος: = ὀρεινόμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειονόμος: Anth. = ὀρεινόμος.