ὁλοστρόγγυλος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον, A entirely round, Sch.Opp.H.2.370.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοστρόγγυλος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὅλως στρογγύλος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 370.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλοστρόγγυλος, -ον)
ο τελείως στρογγυλός, καταστρόγγυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + στρογγύλος.