ὑπερβεβλημένως
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ὑπερβάλλω, A beyond all measure, immoderately, Arist.EN1118a7.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβεβλημένως: Ἐπίρρ. τοῦ ὑπερβάλλω, ὑπὲρ πᾶν μέτρον, ὑπερμέτρως, ὑπερβολικῶς, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. με μεγάλη υπερβολή, πέρα από κάθε μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
ὑπερβεβλημένως: επίρρ. του ὑπερβάλλω, πέρα από κάθε μέτρο, υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερβεβλημένως: неумеренно, сверх всякой меры Arst.
Middle Liddell
[adverb of ὑπερβάλλω
beyond all measure, immoderately, Arist.