ὑποπέρδομαι
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
Med., A break wind a little, Ar.Ra.1097 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1228] (s. πέρδω), dazu oder leise farzen, suppedere, Ar. Ran. 1095.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπέρδομαι: ἀποθ., μετ’ ἀορ. ἐνεργ. ὑπέπαρδον, πέρδομαι ἠρέμα, «κουφοκλάνω», Λατ. suppedere, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1095.
French (Bailly abrégé)
lâcher un pet tout doucement.
Étymologie: ὑπό, πέρδομαι.
Greek Monolingual
Α πέρδομαι
(αποθ.) πέρδομαι χωρίς θόρυβο, κλάνω χωρίς να ακουστώ.
Greek Monotonic
ὑποπέρδομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ὑπέπαρδον, πέρδομαι, κλάνω λίγο, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπέρδομαι: suppedo Arph.