ὑποδιάκονος
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, A underservant, Posidipp.26.10, Ph.2.17, al., MAMA3.462, al. (Corycus).
German (Pape)
[Seite 1215] Unterdiener, Untergehülfe, Posidipp. bei Ath. IX, 376 f u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδιάκονος: [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον διάκονος, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἀξίωμα τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ μετὰ τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο / ὑποδιάκονος, ΝΜΑ διάκονος
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα αμέσως κατώτερο του διακόνου, βοηθός διακόνου
αρχ.
βοηθός υπηρέτη.