ὑποφθείρω
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
A destroy or corrupt gradually, in Pass., Gal.19.316; πολλῆς ὑποφθειρομένης νεότητος Arg.Lib.Decl.25.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφθείρω: φθείρω, καταστρέφω κατὰ μικρόν, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 4, 22, Θεοφ. Σιμοκ. Ἱστ. 74C, κλπ. ― Παθ., φθείρομαι, καταστρέφομαι κατὰ μικρόν, ὡς ἀναγινώσκεται ὑπό τινων ἐν Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 939, ἀντὶ ὑποφέρομαι, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ΜΑ φθείρω
φθείρω σιγά σιγά
αρχ.
1. διαφθείρω λίγο
2. παθ. ὑποφθείρομαι
(για το στομάχι) είμαι ανακατωμένος.