βαττολογία
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ἀργολογία, ἀκαιρολογία, Hsch. (βατο- cod.).
German (Pape)
[Seite 439] ἡ, das Plappern, Sp.; auch βαττολόγημα, K. S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
cháchara, charla insustancial γέγονεν τὸ ἁμάρτημα ... παρὰ τὴν τοῦ λαβόντος βαττολογίαν Vit.Aesop.G 50, τὰ ῥήματά μου ... βαττολογίας ἀμέτοχα Ast.Soph.Hom.6.10, οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλὰ β. Gr.Nyss.M.44.1128A, cf. Hsch.β 340, Et.Gen.β 68B.
Greek Monolingual
η (Μ βαττολογία) βαττολογώ
φλυαρία, μωρολογία.