χλωρομέλας
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
μέλαινα, μέλᾰν, A dark green, Gal.17(2).66.
German (Pape)
[Seite 1360] -μέλαινα, -μέλαν, bleichschwarz, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
χλωρομέλᾰς: μέλαινα, μέλᾰν, ὠχρομέλας, Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄.
Greek Monolingual
-αινα, -αν, Α
ωχρομέλας, μαυροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + μέλας.