χλωρομέλας

English (LSJ)

μέλαινα, μέλᾰν, dark green, Gal.17(2).66.

German (Pape)

[Seite 1360] -μέλαινα, -μέλαν, bleichschwarz, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

χλωρομέλᾰς: μέλαινα, μέλᾰν, ὠχρομέλας, Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄.

Greek Monolingual

-αινα, -αν, Α
ωχρομέλας, μαυροκίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + μέλας.