κοιτωνοφύλαξ
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A guardian of the bed-chamber, Apion ap. Hsch. s.v. θαλαμηπόλος.
German (Pape)
[Seite 1471] ακος, ὁ, Wächter des Schlafzimmers, Hesych. v. θαλαμηπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτωνοφύλαξ: -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. θαλαμηπόλος.
Greek Monolingual
κοιτωνοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
φύλακας του κοιτώνα, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + φύλαξ (πρβλ. αρχειο-φύλαξ, θαλαμο-φύλαξ)].