τετράσειρον

From LSJ
Revision as of 21:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], τό</b>" to "ᾰ], τό")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσειρον Medium diacritics: τετράσειρον Low diacritics: τετράσειρον Capitals: ΤΕΤΡΑΣΕΙΡΟΝ
Transliteration A: tetráseiron Transliteration B: tetraseiron Transliteration C: tetraseiron Beta Code: tetra/seiron

English (LSJ)

[ᾰ], τό, A quadrangular barn, granary, Hero *Geep.197, *Stereom.1.91 (better -σιρ-): but τετράσειροι, = τετράοροι, Eust.1734.2.

Greek Monolingual

τὸ, Α
τετραγωνική αποθήκη σίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σειρον (< σειρός, άλλος τ. του σιρός «σιταποθήκη»). Ο τ. θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε τετράσιρον (πρβλ. και τετρασίριον)].